Παλληνίς

Παλληνίς
Παλληνεύς
an inhabitant there of
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παλληνεύς — Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, ίδος (Α) [Παλλήνη] 1. κάτοικος τής Παλλήνης, δήμου τής Αττικής 2. το θηλ. Παλληνίς επίθ. τής θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”